Τρίτη 25 Ιανουαρίου 2011

Iz

Israel "IZ" Ka’ano’i Kamakawiwo ‘ole



Ξύπνησα το πρωί εν μέσω απόλυτης ερημιάς και εξαιτίας της απόλυτης ερημιάς, άνοιξα την τηλεόραση. Μια ενέργεια εντελώς αδιανόητη για μένα και ειδικά τόσο νωρίς το πρωί. Το ρολόι γράφει 6:12. Είμαι ευτυχής που το έκανα.
  Σε κάποιο μουσικό κανάλι παίζει το Somewhere over the rainbow από τον μεγάλο Iz. Τον γίγαντα με τη μεγάλη καρδιά. Πόσα πολλά μου θύμησες αδερφέ μου! Κάθε φορά που ακούω αυτό το τραγούδι (και δεν το έχω ακούσει εδώ και πολλά χρόνια), βλέπω τον εαυτό μου σε μια απροσδιόριστη παιδική ηλικία, τότε που όλα ήταν όμορφα κι όλα έμοιαζαν εύκολα, η ζωή, η αγάπη, το μέλλον. Τότε που όλα κρύβονταν πίσω από μια ομίχλη αισιοδοξίας. Ξέρετε, τότε που κρατούσαμε ένα χέρι λίγο μεγαλύτερο από το δικό μας κι όλα έμοιαζαν σωστά.
  Ας γυρίσω όμως στον Iz.

Στεκόμουν καθ’ όλη τη διάρκεια του τραγουδιού, αποσβολωμένος, γιατί ποιος δεν μαγεύτηκε από αυτή την αγγελική φωνή. Οτιδήποτε κι αν έχει τραγουδήσει κι όσες φορές κι αν το έχεις ακούσει, πάντα είναι η πρώτη φορά. Ίσως αυτή να είναι και η μαγεία του Iz.
  Η φωνή του και τα τραγούδια του με έχουν συντροφέψει ατέλειωτες νύχτες, εκεί στα φοιτητικά μου χρόνια και υπέροχες καλοκαιρινές μέρες. Για έναν ακατανόητο λόγο, όποιος ακούει τη φωνή του νιώθει μια παράξενη ηρεμία, μια βεβαιότητα πως όλα θα πάνε καλά στο τέλος.
  Ακούστε το εκπληκτικό Somewhere over the rainbow παιδιά. Η μέρα μας θα γίνει πιο όμορφη. Μου αρέσει η ιδέα πως σήμερα, κάπου στον κόσμο, όπου κι αν είμαστε όσοι διαβάσουμε αυτό το κείμενο, θα σιγοψιθυρίζουμε στη δουλειά μας και στο σπίτι μας το τραγουδάκι αυτό. Τι όμορφο που θα ‘ναι!

Λοιπόν αδερφέ μου, σήμερα σε σκεφτόμαστε. Ίσως τα πούμε κάποτε κάπου πέρα απ’ το ουράνιο τόξο… Καλοτάξιδος πάντα.

http://www.youtube.com/watch?v=Gj7QiHsCOrQ

Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2011

Για το ανώφελο...


Με μια παλιά φωτογραφία στα χέρια
από μια παιδική ηλικία απροσδιόριστη που δεν την έζησα
γιατί την αρνήθηκα
ή μ' αρνήθηκε
-δεν έχει σημασία-
ακούω να με διδάσκουν πώς να ζω
ή πώς να μην ζω
να με μαθαίνουν πώς να ελπίζω
πώς να περιμένω και να υπακούω
κι ύστερα ξαπλώνω στο κρεβάτι μου τη νύχτα,
δίπλα μου κοιμάται ήδη το ανώφελο
κι ονειρεύομαι για μένα
για σένα
για το ανώφελο...

Τις αναλογίες...

Μα σκέφτομαι τις δυσανάλογες αναλογίες των τύπων, σκέφτομαι τα πρωινά της Κυριακής, τότε, εκεί, πόσο όμορφα μύριζε η γη και το γιασεμί, τότε, εκεί, φέρνω στο νου μου εκείνα τα όνειρα που έμειναν τελικά ανονείρευτα κι ίσως τελικά αυτή να είναι και σπουδαιότητά τους, δεν είναι; Τα πόδια μου μόλις που χωράνε στο πάνω σκαλί, τόσο άσπρο όσο το άσπρο των ματιών σου που όμοιο δεν είδα. Η θάλασσα μοιάζει ατέλειωτη, σαν ύστατη προσπάθεια, σε καλεί, σε περιμένει. Μα είναι το γιασεμί στον αντίποδα. Πάντα υπάρχει κάτι στον αντίποδα. Πάντα υπάρχει αντίποδας.


  Νόμισα ότι ξύπνησα με άλλη διάθεση σήμερα, μα τα δαιμόνια περίμεναν στη γωνία να με χλευάσουν, έτσι πίνουμε μαζί τον καφέ μας κι έξω είναι ακόμα σκοτάδι, ένα σκοτάδι αληθινό και πηχτό σαν νωπή ανάμνηση.
  Κοιμάμαι κι είναι νύχτα και ξυπνάω κι είναι ακόμα νύχτα, περπατώ κι ακούω τα κοχύλια να σκάνε κάτω από τα λάστιχα των αυτοκινήτων. Ναι, κάποτε ετούτη η γη ήταν κάτω από τη θάλασσα. Κάποτε είχαμε πνιγεί... 

Σάββατο 22 Ιανουαρίου 2011

Τι γίνονται οι λέξεις όταν μεγαλώνουν

Τίτλος – Τι γίνονται οι λέξεις όταν μεγαλώνουν
Συγγραφέας – Σταύρος Σταυρόπουλος
Εκδ – Ελληνικά Γράμματα
Σελ – 250

Εσύ, σε μια αναπαυτική πολυθρόνα δίπλα από ένα στρογγυλό τραπεζάκι, το τζάκι να καίει σε μια γωνιά κι έξω να βρέχει ακατάπαυστα. Μόνο ένα μπουκάλι ουίσκι κι ένα πακέτο τσιγάρα στο τραπέζι. Απέναντί σου ο συνομιλητής. Μιλάει αργά. Σίγουρα.
  Κάπως έτσι θα ήθελα να είναι η επαφή μου με τα κείμενα του Σταυρόπουλου. Κείμενα που αποπνέουν μια μελαγχολία ιδιαίτερη, με πυρήνα της όχι στάχτη, αλλά τη φλόγα της ίδιας της ζωής που ακόμα καίει, ευαισθησία, χρώματα και λέξεις, λέξεις που γίνονται οι ίδιες χρώματα ή που χάνουν απότομα το χρώμα τους, που μεταμορφώνονται.
  Το βιβλίο το αποτελούν κείμενα του Σταυρόπουλου που έχουν ήδη βρει το δρόμο προς τον τύπο, δίχως αυτό να αποτελεί αδυναμία για το βιβλίο. Αντίθετα. Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι παρόλο που δεν γράφτηκαν για να αποτελέσουν μέρος ενός συνόλου, φτιάχνουν ένα πολύ καλό σύνολο.
  Οι δαιδαλώδεις διαδρομές του νου καταφέρνουν να βρουν τον τρόπο να γίνουν λέξεις, προτάσεις, ολόκληρο κείμενο, το κείμενο εικόνα, η εικόνα ζωή. Αφορμές ασήμαντες για τους πολλούς γίνονται πηγή έμπνευσης, λόγος που άλλοτε παιχνιδίζει κι άλλοτε σοβαρεύει απότομα (όπως ακριβώς και η ζωή). Λόγος που γίνεται κοινός και προσωπικός την ίδια ακριβώς στιγμή.
  Το συνιστώ ανεπιφύλακτα στους λάτρεις του νυχτερινού διαβάσματος και στους ιδιαίτερα ευαίσθητους στα λεπτά νοήματα και νήματα, εφόσον ο τόνος είναι ιδιαίτερα εξομολογητικός.
  Τι γίνονται οι λέξεις όταν μεγαλώνουν; Υποθέτω ό,τι γινόμαστε κι εμείς όταν μεγαλώνουμε. Το προτείνω με ουίσκι 12 τουλάχιστον χρόνων σε βαρύ ποτήρι, σκέτο και χωρίς πάγο.

Η μοναξιά της ασφάλτου

Τίτλος - Η Μοναξιά της Ασφάλτου
Συγγραφέας – Δημήτρης Μαμαλούκας
Εκδ – Λιβάνη
Σελ – 344

Η μοναξιά της μεγαλούπολης. Η μοναξιά της ασφάλτου. Θέμα αναλυμένο χιλιάδες φορές από ειδικούς και μη, εντούτοις στα χέρια του Μαμαλούκα ή καλύτερα στο μυαλό του, το πρόβλημα γίνεται πιο υπαρκτό.
  Χαραχτήρες άρτιοι, πιστευτοί (από τα μεγάλα ατού του βιβλίου) οι οποίοι σε βάζουν σε πειρασμό να τους αναζητήσεις γύρω σου, στην καθημερινότητά σου. Ιδιαίτερα ο Τσίκης ο μπάτσος είναι σήμερα περισσότερο επίκαιρος από ποτέ. Άνθρωποι εγκλωβισμένοι στη βρόμικη Μητρόπολη, ανυπεράσπιστοι απέναντι στη φρικτή ομίχλη, τη νοσηρή ατμόσφαιρα με τις φανερές ομοιότητες με το αριστούργημα Sin City.
  Οι ήρωες τοποθετούνται στην αφιλόξενη πόλη να ζουν τις ζωές τους, στοιχειωμένος ο καθένας με τα δικά του φαντάσματα, αρχικά με μόνο δεσμό την ίδια την πόλη, μια πόλη που στην πορεία (όπως η ίδια η μοίρα) θα φέρει τον ένα στο δρόμο του άλλου, με τις ανάλογες συνέπειες.  Ιδιαίτερα απολαυστικές οι γνώσεις του συγγραφέα γύρω από τα αυτοκίνητα και κυρίως τη μεγάλη μαύρη Μάστανγκ του ’68, ένα αυτοκίνητο θρύλος, καθώς και τη φοβερή Mercedes.
  Στα κατά του βιβλίου το γεγονός ότι – στο πρώτο μέρος τουλάχιστον – η ιστορία εκτυλίσσεται πολύ αργά, δίχως κάτι συνταρακτικό ή κάποιες ανατροπές. Από το δεύτερο μέρος και μετά, όμως, το βιβλίο μοιάζει να παίρνει μπρος και να αποκτά τον όγκο της Mercedes και τη δύναμη της Μάστανγκ. Είναι από αυτή την άποψη ένα βιβλίο δυο ταχυτήτων, που όταν αναπτύσσει ταχύτητα παρασύρει τα πάντα μαζί του.
  Ο αναγνώστης μπαίνει στο θέμα του βιβλίου σχετικά εύκολα, χάρη κυρίως, στο γεγονός ότι λίγο πολύ όλοι ξέρουμε κι έχουμε βιώσει την ατμόσφαιρα της μεγαλούπολης. Δεν είναι σίγουρα το καλύτερο βιβλίο του Μαμαλούκα, δεν ταράζει και δεν συγκλονίζει. Φυσικά, δεν αφήνει τίποτε πίσω του όταν το τελειώνεις, εκτός ίσως από ένα συναίσθημα μελαγχολίας το οποίο σβήνει γρήγορα.
  Προτείνεται με καφεδάκι, ελάχιστη ζάχαρη και χωρίς γάλα, με θέα την πόλη της ασφάλτου.

Παρασκευή 21 Ιανουαρίου 2011

Θ' αφήσω τώρα με τρόπο το παράθυρο ξεκλείδωτο.
Ως το πρωί, θα 'χω γεμίσει ελπίδες εδώ μέσα...

Πέμπτη 20 Ιανουαρίου 2011

Καμιά φορά μπερδεύομαι και βάζω τα παπούτσια μου ανάποδα. Εκεί είναι που ανακαλύπτω άλλους δρόμους...

Τρύπια πρωινά



Τα τρύπια πρωινά τα πόδια μου αιωρούνται πάνω από το πάτωμα, κάθομαι έτσι ακίνητος στο κρεβάτι ώρα πολλή, πάνω από άλλον πλανήτη κι ακούω τα ρολόγια. Ολόκληρος ο κόσμος είναι ένα ρολόι, ξεκούρδιστο, κακομεταχειρισμένο, οι λέξεις μπλέκονται με τα τικ τακ της ψυχής μας. Κοιτάζω από το παράθυρο τη μέρα που εισβάλλει ακάλεστη, σαν παλιά φίλη που την ξέχασες για λόγους που δεν θυμάσαι ή που δεν θέλεις να θυμάσαι, εισβάλλει από τις γρίλιες κι από τις τρύπες στο κορμί σου, από όλα τα σημεία που πέρασαν τα χαμόγελα που σου έριξαν χτες.
Ένας άλλος που μου μοιάζει φτιάχνει ήδη καφέ, μα εγώ κάθομαι ακόμα στο κρεβάτι με τα πόδια μου να αιωρούνται, τα κουνάω μπροσ πίσω σαν παιδί σε κούνια ή σαν κρεμασμένος στην αγχόνη και δεν τολμώ να κατέβω να μπω μες τον κόσμο. Κι έτσι εν μέσω ρολογιών ξεκούρδιστων και χαμόγελων σαν σφαίρες, ακούω το σιωπητήριο του στρατοπέδου, νυχτώνει απότομα, εκείνος ο άλλος που μου μοιάζει έχει γυρίσει ήδη απ' τη δουλειά, ανεβαίνει στο κρεβάτι κι αυτός κι έτσι όπως κουνούμε τα πόδια μας σαν παιδιά σε κούνια ή σαν κρεμασμένοι στην αγχόνη, αποκοιμιόμαστε πάλι...

Τετάρτη 19 Ιανουαρίου 2011

Για την αγάπη

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας φτωχός αγρότης που ζούσε με τη γυναίκα του σ’ ένα μικρό κτήμα στην εξοχή. Ήταν τόσο φτωχοί, ώστε αυτά που έβγαζαν μόλις που αρκούσαν για να ζήσει. Κάποτε όμως, ένα μεγάλο αυτοκίνητο σταμάτησε έξω από το αγρόκτημα και δυο μαυροντυμένοι κύριοι με χρυσές αλυσίδες κατέβηκαν από αυτό. Αρνήθηκαν το φτωχικό γεύμα που τους πρόσφεραν και εξήγησαν πως ήρθαν για να δώσουν μια προσφορά για το αγρόκτημα.

Ο φτωχός αγρότης αρνήθηκε ευγενικά και είπε πως δεν ενδιαφέρεται. Εκείνοι για να τον δελεάσουν περισσότερο, του εξήγησαν πως με τα χρήματα θα μπορούσε να αποκτήσει όλα όσα επιθυμούσε στη ζωή του. Κοίταξε τη γυναίκα του και είπε στους ξένους πως έχει ήδη όλα όσα επιθυμεί. Οι ξένοι έφυγαν θυμωμένοι.

Ύστερα από λίγο καιρό η γυναίκα του φτωχού αγρότη πέθανε. Και τότε οι ξένοι γύρισαν με μια μεγαλύτερη προσφορά. Ο φτωχός αγρότης και πάλι αρνήθηκε ευγενικά. Του υπενθύμισαν πως μπορούσε να απαλύνει τη μοναξιά του με αυτά τα χρήματα. Εκείνος κοίταξε έξω τα ζώα του. Δεν δέχτηκε. Χάνοντας την ψυχραιμία τους του είπαν πως αν είναι για τα ζώα του, μπορούσε με τα χρήματα να φτιάξει στάβλους, να αγοράσει τροφή γι’ αυτά, να τα πολλαπλασιάσει. Ο αγρότης είπε πως δεν είναι για τα ζώα του. Οι ξένοι έφυγαν.

Μετά από μήνες αρρώστια βαριά έπεσε στο αγρόκτημα κι όλα τα ζώα πέθαναν. Και τότε οι ξένοι γύρισαν πάλι. Βρήκαν τον αγρότη να σκαλίζει με το δάχτυλό του γύρω από ένα μικρό τόσο δα λουλούδι. Του είπαν ότι έφεραν περισσότερα χρήματα. Ο αγρότης δεν έδωσε σημασία. Ήταν πολύ απορροφημένος.

Γι’ αυτό γίνονται όλα αυτά τώρα; Ρώτησαν θυμωμένα. Για ένα λουλούδι;
Ο αγρότης κούνησε καταφατικά το κεφάλι.
Το ξέρεις πως είναι ανόητο και άσκοπο όλο αυτό, είπαν πάλι. Σύντομα θα πεθάνει. Τι σημασία έχει λοιπον;
Ο αγρότης χαϊδεψε με τα ακροδάχτυλά του το λουλούδι και σηκώθηκε.
«Για μένα και για σας ίσως να μην έχει καμιά σημασία. Μα έχει για το λουλούδι…» είπε.

Οι μαυροφορεμένοι κύριοι με τις χρυσές αλυσίδες, ποτέ δε θα καταλάβουν πως δεν αγαπάς για να σ’ αγαπήσουν. Αγαπάς για χάρη της αγάπης…

Αλλαγή πλεύσης

... και τώρα, κάθε φορά που σε σκέφτομαι, κάποιος γκρεμίζει μια φωλιά χελιδονιού κάπου στον κόσμο, μα εγώ δε θέλω άλλους φόνους στην τρύπια συνείδησή μου, γυρεύω μόνο να ξεχάσω, αλλά η μνήμη μου αρνείται πεισματικά να διαλέξει, δεν είναι τόπος ο τόπος μου, είναι λεπίδι στα σαγόνια ενός καρχαρία κι από πού να πιαστώ...

Κάθε φορά που σε δείχνω, αέρας σηκώνεται και σαρώνει όλες τις ερήμους της γης, το δάχτυλό μου βυθίζεται στη στάχτη μιας φωτιάς που έσβησε αιώνες πριν -αν ήταν ποτέ αναμμένη- και τα νύχια μου γεμίζουν παλιές αναμνήσεις, τέτοιες που ούτε ήξερα πως υπήρχαν, όπως όλα αυτά που υπάρχουν δίχως να τα ξέρουμε πως υπάρχουν, ώσπου ξαφνικά έρχονται και στέκονται μπροστά μας σ' όλο τους το ανάστημα κι εμείς τα αναγνωρίζουμε ανήμποροι σαν δικά μας, παντοτινά δικά μας, γιατί μόνον εμείς δεν υπήρξαμε ποτέ δικοί μας, μόνον εμείς δεν υπήρξαμε ποτέ κανενός, μα είναι κι αυτός ένας τρόπος να ζήσεις, δεν είναι;

Εγώ ακόμα σε σκέφτομαι και δείχνω με το δάχτυλό μου κάτι, κάπου, που θα μπορούσε να είναι εσύ ή κι εγώ ακόμα, αν ήξερα μόνο ποιος είμαι ή έστω ποιος ήμουν κάποτε, πριν απ' το τώρα, πριν αδειάσει ο χρόνος και μείνουν μόνο κούφια κορμιά, σαν τα λόγια μας, σαν τις υποσχέσεις μας, σαν τις παιδικές ελπίδες μας. Α! Οι παιδικές ελπίδες μας! Αν τις μαζεύαμε σ' ένα πιθάρι, θα 'χαμε τώρα χιλιάδες λόγους να πεθάνουμε, αλλά ποτέ δεν προνοήσαμε για τίποτα, τ' ακούς; Αν προνοούσαμε θα αρνούμασταν πεισματικά να συναντηθούμε, θα βλέπαμε ο ένας τον άλλον στο δρόμο και θα προσποιούμασταν ότι το σύμπαν δεν σταμάτησε για μια στιγμή, πως ο χρόνος δεν πάγωσε, θα προσποιούμασταν τάχα πως δεν είδαμε τίποτε στα μάτια του άλλου, πως δεν υπήρχε άλλος, όπως τα χελιδόνια που προσποιούνται κάθε άνοιξη πως ο χειμώνας δε θα 'ρθει. Μα ο χειμώνας πάντα έρχεται, αγαπημένη, έτσι δεν είναι; Ο χειμώνας είναι πάντα στην ώρα του, γιατί ξέρει να περιμένει υπομονετικά, έχει όλο το χρόνο του κόσμου, όλο εκείνο το χρόνο που εμείς δεν είχαμε, τ' ακούς;

Λοιπόν επειδή δε θέλω άλλους φόνους στην τρύπια πια συνείδησή μου, θα πάψω να περιμένω, θα πάψω να σε σκέφτομαι και θα κόψω το δάχτυλο που σε δείχνει σ' εκείνη τη φωτογραφία, θα κόψω όλα μου τα δάχτυλα και θα τα αφήσω να τα πάρει ο άνεμος προς όλες τις πόρτες του ορίζοντα κι από τώρα και στο εξής, θα 'μαι στις παρυφές του οπουδήποτε. Του δικού μου (σου;) οπουδήποτε...